- λοχευτρία
- λοχευτρίᾱ , λοχεύτριαwoman in childbedfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχεύτρια — λοχεύτρια, ἡ (ΑM [λοχεύω] η λεχώνα αρχ. 1. η μαία, η μαμμή 2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῡ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
λοχεύτρια — woman in childbed fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχευτρίας — λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem acc pl λοχευτρίᾱς , λοχεύτρια woman in childbed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχεύτριαν — λοχεύτρια woman in childbed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)